- μεσαμβρινός
- μεσαμβρινός, -ά, -όν (Α)(δωρ. τ.) βλ. μεσημβρινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσαμβρινός — μεσᾱμβρινός , μεσημβρινός belonging to noon masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… … Dictionary of Greek